- διαιτητήν
- διαιτητήςarbitratormasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIAETETAE — Graece Διαιτηταὶ, Lat. Arbitri, apud Athenienses erant, in quos litigatores de privatis contractibus, pro lubitu compromittebant: eorum sententiae standum erat, nec appellari poterat, vilegis: Ε῎ςται τὰκριθόντα, ὑπὸ τοῦ Διαιτητοῦ κύρια, Arbitri… … Hofmann J. Lexicon universale
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek